χούς

χούς
(I)
ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, -ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α
1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες
2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου
αρχ.
1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε κοινές εκδηλώσεις
2. ονομασία λέσχης ή εταιρείας
3. στον πληθ. οἱ Χόες
η δεύτερη ημέρα τής εορτής τών Ανθεστηρίων, που ήταν αφιερωμένη στον Διόνυσο
4. παροιμ. φρ. «οἱ τῆς θαλάσσης λεγόμενοι χόες» — λεγόταν για όσους επιχειρούσαν να μετρήσουν τα αμέτρητα (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χοF- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + κατάλ. -ος, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -F- και συναίρεση τών -οο-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. χοῦς είναι δάνεια από το ακκαδικό qū και δεν ανήκει στην οικογένεια τού χέω].
————————
(II)
χοός και χοῡ, ὁ, ΜΑ
βλ. χους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χους — ο / χοῡς, γεν. χοός και χοῡ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) 1. χώμα 2. εκκλ. (κατά την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο μσν. φρ. «χοῡς τῆς σαρκός» το περίβλημα τής ψυχής, το σώμα (Μετά Θεοφάν.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • χοῦς — χόω throw pres ind act 2nd sg (doric) χόω throw imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) χοῦς 1 *Mens. masc nom sg χοῦς 2 soil excavated masc acc pl (attic) χοῦς 2 soil excavated masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χους, Γιαν — (Hus, συχνά αποδίδεται στα ελληνικά και ως Ιωάννης Ούσιος· Χουιζίνετς; περίπου 1369 – Κωνστάντια 1415). Βοημός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πράγας και αφού χειροτονήθηκε ιερέας, αφιερώθηκε με πάθος στο θείο κήρυγμα,… …   Dictionary of Greek

  • χοὔς — οὕς , ὅς yas masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χουσί — χοῦς 1 *Mens. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χουσίν — χοῦς 1 *Mens. masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοᾶ — χοῦς 1 *Mens. masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοός — χοῦς 1 *Mens. masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόα — χοῦς 1 *Mens. masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόας — χοῦς 1 *Mens. masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”